κεφαλατικεύω

κεφαλατικεύω
κεφαλατικεύω (Μ) [κεφαλάτικον]
1. κεφαλατεύω*
2. εισπράττω κεφαλικό φόρο, χαράτσι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλατεύω — (Μ) διοικώ, εξουσιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κεφαλατεύω (αντί κεφαλατικεύω*) < κεφαλάτικον κατά τα ρ. σε εύω (πρβλ. διαφεντ εύω, προστατ εύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”